- ἑταίρισμα
- ἑταίρ-ισμα, ατος, τό,A = ἑταιρικὸν τέλος, PGrenf. 2.41 (i A. D., pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εταίρισμα — ἑταίρισμα, τὸ (Α) πάπ. ο εταιρικός, ο πορνικός φόρος … Dictionary of Greek